- ὦμος
- ὦμος, ὁ: (v. sub fin.):—A the shoulder with the upper arm (ὠλένη being the lower),
ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146
, cf. 8.325, Hdt.4.62;μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.41
;τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544
; ὦμος ς ριβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204;εὐρέες 3.210
;κυρτώ 2.217
;ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527
, cf. S.Fr.453;ἐπ' ὤμου . . φέρειν Od.10.170
, cf. Isoc.19.39;ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61
; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3;ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr.373
;τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχειν Pl.R.613c
;ὤμοισι φόρησεν Il.19.11
;ἑλὼν . . σάκος ὤμῳ 15.474
; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr.454, Tr564;ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128
, 23.275;λαβὼν . . ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT1381
;ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba.755
;κίον' οὐρανοῦ . . ὤμοις ἐρείδων A.Pr.350
; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq.263 (troch.);ὁ δ' ὦμος . . πιέζεται Id.Ra.30
;τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr.323
: pl. for sg.,ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέρην E.Or.1471
.b the shoulder is sts. more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462,504;νείατος ὦ. Il.15.341
, 17.310; sts. opp. χείρ (the arm),χεῖρες ὤμων . . ἐπαΐσσονται 23.628
;τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ' μων ἀΐσσοντο Hes.Th.150
; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62;ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121
.έ, cf. E.Ba.1127, Arist.HA493b26.2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc.430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.3 the shoulder, in a dress,ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος LXX Ex.28.12
, cf. 25(29);ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ χιτῶνος ὑποθέντες Aen.Tact.31.23
codd. (ἐπὶ τῇ ᾤᾳ cj. Haupt).II metaph. of the parts below the top or head of any thing, esp. of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom.195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also [dialect] Aeol. ἐπ-ομμάδιος, and (non-Greek)ἀμέσω Hsch.
)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.